τρομάρα

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. ζωηρός και αιφνίδιος φόβος, τρόμος («ανήσυχου ονείρου τρομάρα», Σολωμ.)
2. φρ. α) «τρομάρα σου!»
(ειρωνικά) δυστυχία σου!
β) «τρομάρα στα μπατζάκια σου!» — σκωπτική φράση για δειλό και φοβισμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρόμος + μεγεθ. κατάλ. -άρα (πρβλ. ποδάρα)].