τὸ φῶς τὸ ἄδυτον καὶ ἀνέσπερον → undimmed and unsetting light
ο, Ντεχνίτης ειδικός στο ακόνισμα κοπτικών εργαλείων.[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία].