τσαλίμι

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285

Greek Monolingual

το, Ν
1. επιδέξια κίνηση στον χορό ή στην πάλη, κόλπο
2. (γενικά) σκέρτσο, νάζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. calim].