τσατμάς

From LSJ

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
λεπτός τοίχος από δοκάρια, τα κενά μεταξύ τών οποίων συμπληρώνονται με πλίνθους, ή από ξύλινους πήχεις καλυμμένους με κονίαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. catma].