τσιφλικάς
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
Greek Monolingual
ο, Ν
1. ιδιοκτήτης τσιφλικιού
2. (γενικά) μεγαλοκτηματίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσιφλίκι + κατάλ. -άς (πρβλ. γυναικάς)].