τσιφλικάς

From LSJ

τὸ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον → exactly weighed words

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. ιδιοκτήτης τσιφλικιού
2. (γενικά) μεγαλοκτηματίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσιφλίκι + κατάλ. -άς (πρβλ. γυναικάς)].