τσουλήθρα

From LSJ

ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge

Source

Greek Monolingual

η, Ν
κυλίστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσουλώ + κατάλ. -ήθρα (πρβλ. δαχτυλήθρα)].