τσυριχτός

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source

Greek Monolingual

και τσιριχτός, ο, Ν τσυρίζω / τσιρίζω
αυτός ο οποίος γίνεται με τσιρίδες, με διαπεραστικές κραυγές («τσυριχτό κλάμα»).