υβριστής

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487

Greek Monolingual

ο / ὑβριστής, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑβρίκτας, και τ. θηλ. ὕβριστις, -ίστιδος, Α ὑβρίζω
νεοελλ.
πρόσωπο που υβρίζει ή συνηθίζει να υβρίζει, βλάσφημος
μσν.-αρχ.
θρασύς, αναιδής ή βίαιος
αρχ.
1. ακόλαστος, ασελγής
2. (για ζώο) ατίθασος
3. (για φυσικά φαινόμενα) σφοδρός
4. σαρκαστικός, δηκτικός
5. το θηλ. (κατά το λεξ. Σούδα και το Μέγα Ετυμολογικόν) η ύβρις.