υγροπόρευτος

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που πορεύεται μέσα στο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + πορευτός (< πορεύω), πρβλ. μακροπόρευτος].