μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling
-ον, Ααυτός που πορεύεται μέσα στο νερό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + πορευτός (< πορεύω), πρβλ. μακροπόρευτος].