υγροτράχηλος

From LSJ

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει μαλακό, ευλύγιστο τράχηλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + τράχηλος (πρβλ. σκληροτράχηλος)].