υγροφόρητος
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που μεταφέρεται ή παρασύρεται από το νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + φορητός (< φορῶ), πρβλ. μοιροφόρητος, ποταμοφόρητος].