υγροφόρητος

From LSJ

Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel

Menander, Monostichoi, 156

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που μεταφέρεται ή παρασύρεται από το νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + φορητός (< φορῶ), πρβλ. μοιροφόρητος, ποταμοφόρητος].