υγροφόρητος
From LSJ
Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που μεταφέρεται ή παρασύρεται από το νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + φορητός (< φορῶ), πρβλ. μοιροφόρητος, ποταμοφόρητος].