μοιροφόρητος

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοιροφόρητος Medium diacritics: μοιροφόρητος Low diacritics: μοιροφόρητος Capitals: ΜΟΙΡΟΦΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: moirophórētos Transliteration B: moirophorētos Transliteration C: moiroforitos Beta Code: moirofo/rhtos

English (LSJ)

μοιροφόρητον, borne by fate, Glossaria on κηρεσσιφόρητος, Sch.D Il.8.527, EM511.31.

German (Pape)

[Seite 198] vom Schicksal gebracht, Schol. Il. 8, 527.

Greek (Liddell-Scott)

μοιροφόρητος: -ον, ὃν φέρουσιν αἱ μοῖραι, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Θ. 527, Ἐτυμ. Μέγ. 511. 31.

Greek Monolingual

μοιροφόρητος και μοιρηφόρητος, -ον (Μ)
αυτός που προήλθε από τις Μοίρες, που τον φέρνουν οι Μοίρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + -φόρητος, μέσω ενός αμάρτυρου μοιροφορῶ (πρβλ. θεοφόρητος). Το -η- του τ. μοιρηφόρητος οφείλεται σε μετρικούς λόγους].