μοιροφόρητος
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
English (LSJ)
μοιροφόρητον, borne by fate, Glossaria on κηρεσσιφόρητος, Sch.D Il.8.527, EM511.31.
German (Pape)
[Seite 198] vom Schicksal gebracht, Schol. Il. 8, 527.
Greek (Liddell-Scott)
μοιροφόρητος: -ον, ὃν φέρουσιν αἱ μοῖραι, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Θ. 527, Ἐτυμ. Μέγ. 511. 31.
Greek Monolingual
μοιροφόρητος και μοιρηφόρητος, -ον (Μ)
αυτός που προήλθε από τις Μοίρες, που τον φέρνουν οι Μοίρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + -φόρητος, μέσω ενός αμάρτυρου μοιροφορῶ (πρβλ. θεοφόρητος). Το -η- του τ. μοιρηφόρητος οφείλεται σε μετρικούς λόγους].