υδαταποθήκη

From LSJ

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322

Greek Monolingual

η, Ν
δεξαμενή νερού, στέρνα, ντεπόζιτο νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + αποθήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη].