Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
η, Ν
δεξαμενή νερού, στέρνα, ντεπόζιτο νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + αποθήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη].