υδατογραφία

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. ζωγραφική που γίνεται με χρώματα διαλυμένα στο νερό, ακουαρέλα
2. συνεκδ. πίνακας ζωγραφισμένος με υδρόχρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδατογράφος. Η λ. αποτελεί απόδοση του γαλλ. aquarelle και μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ.Βλάχου].