υδρέλαιον
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
τὸ, ΜΑ
νερό αναμεμιγμένο με λάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + ἔλαιον (πρβλ. αμυγδαλέλαιον)].