υοβοσκός

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source

Greek Monolingual

ὁ, Α
χοιροβοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς, ὑός «χοίρος» + βοσκός (πρβλ. χοιροβοσκός)].