υπέρταξη

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source

Greek Monolingual

η / ὑπέρταξις, -άξεως, ΝΑ
νεοελλ.
βιολ. ταξινομική μονάδα που είναι αμέσως υποδεέστερη της υφομοταξίας και η οποία περιλαμβάνει έναν αριθμό συγγενικών μεταξύ τους τάξεων
αρχ.
η ανώτερη τάξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + τάξις.