υπαινικτικός

From LSJ

Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 207

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
αυτός που ενέχει υπαινιγμό, αυτός που εκφράζει κάτι με συγκαλυμμένο τρόπο («υπαινικτικός χαρακτηρισμός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπαινίσσομαι. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Βρεταννικός Αστήρ].