υπεκφεύγω

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552

Greek Monolingual

ὑπεκφεύγω ΝΜΑ
διαφεύγω κρυφά
νεοελλ.
αποφεύγω με επιτήδειο τρόπο, με ελιγμό
αρχ.
(με αιτ.) αποφεύγωὅπως μίασμα πᾱσ' ὑπεκφύγῃ πόλις», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκφεύγω «φεύγω έξω, διαφεύγω»].