υπερήνωρ
From LSJ
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
Greek Monolingual
και δωρ. τ. ὑπεράνωρ, -ορος, ὁ, ἡ, Α
1. ὑπερηνορέων
2. (για ψυχικές ιδιότητες) αυτός που ενέχει ή δηλώνει ανδρεία, υψηλοφροσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -ήνωρ (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. ἀντήνωρ].