υπερήνωρ
From LSJ
Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein
Greek Monolingual
και δωρ. τ. ὑπεράνωρ, -ορος, ὁ, ἡ, Α
1. ὑπερηνορέων
2. (για ψυχικές ιδιότητες) αυτός που ενέχει ή δηλώνει ανδρεία, υψηλοφροσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -ήνωρ (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. ἀντήνωρ].