υπεραιμία
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
Greek Monolingual
η, Ν
ιατρ. αύξηση της ποσότητας του αίματος στην κυκλοφορία ενός οργάνου ή τμήματος οργάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperaemia < υπερ- + αίμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεοδ. Αφεντούλη].