ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments
-άω, Απαθ. ὑπεραρτῶμαι, -άομαι(για φυλαχτό) κρεμιέμαι, μέ κρεμούν επάνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἀρτῶ «κρεμώ»].