υπεραρτώ

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source

Greek Monolingual

-άω, Α
παθ. ὑπεραρτῶμαι, -άομαι
(για φυλαχτό) κρεμιέμαι, μέ κρεμούν επάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἀρτῶ «κρεμώ»].