κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
-άω, Απαθ. ὑπεραρτῶμαι, -άομαι(για φυλαχτό) κρεμιέμαι, μέ κρεμούν επάνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἀρτῶ «κρεμώ»].