υποβλήδην
From LSJ
δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives
Greek Monolingual
και δωρ. τ. ὑποβλήδαν Α- επίρρ.
1. παρεμβαίνοντας και διακόπτοντας την ομιλία του άλλου («ὑποβλήδην ἠμείβετο», Ομ. Ιλ.)
2. λοξά, με λοξό βλέμμα («ὑποβλήδην ἐσκέψατο», Ύμν. Ερμ.)
3. σε απάντηση, απαντώντας
4. μιλώντας με την σειρά του
5. υποβολιμαία, ψευδώς («μητέρες ὑποβλήδην ἔκειντο», Μαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑποβλη- του ὑποβάλλω (πρβλ. παθ. αόρ. ὑπε-βλή-θην) + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. παραβλήδην].