υποκελεύω

From LSJ

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source

Greek Monolingual

ὑποκελεύω ΝΑ κελεύω
νεοελλ.
ναυτ. επαναλαμβάνω το κέλευσμα του αξιωματικού της φυλακής
αρχ.
επιτελώ το έργο του κελευστή, δηλαδή τραγουδώντας την ναυτική ωδή δίνω ρυθμό στους κωπηλάτες.