υπολειτουργός

From LSJ

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που εργάζεται στην υπηρεσία κάποιου άλλου, υπηρέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + λειτουργός «δημόσιος ή ιδιωτικός υπηρέτης»].