υπομήκης

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source

Greek Monolingual

ὑπόμηκες, ΜΑ
αυτός που έχει σχήμα κάπως επίμηκες, μακρουλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ἐπιμήκης].