ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
ὑπόμηκες, ΜΑαυτός που έχει σχήμα κάπως επίμηκες, μακρουλός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ἐπιμήκης].