υπομετέωρος

From LSJ

μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation

Source

Greek Monolingual

-ον, Α μετέωρος
(κυρίως στην ιατρ. και για άκρα που έχουν επιδεθεί) αυτός που κάπως αιωρείται, που κρέμεται.