υπονύχιος

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
(ανατ.-ιατρ.) αυτός που βρίσκεται κάτω από το νύχι («υπονύχιο αιμάτωμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyponychial < ὑπ(ο)- + ὄνυξ, -υχος + κατάλ. -ιος].