υποτυπώδης
From LSJ
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
Greek Monolingual
-ες, Ν
1. αυτός που έχει ατελή ανάπτυξη, διάπλαση ή εξέλιξη (α. «υποτυπώδης εργασία» β. «υποτυπώδες σχέδιο»)
2. φρ. «υποτυπώδη [ή ατελειωματικά] όργανα»
βιολ. εκφυλισμένα ή ατελώς ανεπτυγμένα όργανα ή, γενικότερα, σωματικές δομές ενός ζώου ή φυτού χωρίς προφανή λειτουργία.
επίρρ...
υποτυπωδώς Ν
με τρόπο υποτυπώδη, σε αρχικό σχέδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποτυπῶ / -ώνω + κατάλ. -ώδης (πρβλ. πρεπώδης). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Λουκά Παπαϊωάννου].