Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
-ωνος, ὁ, Αυπενδύτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + χιτών (πρβλ. ἀχίτων)].