υψηλόμισθος

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που έχει υψηλό, μεγάλο μισθό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υψηλός + μισθός.