υψηλόμισθος

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που έχει υψηλό, μεγάλο μισθό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υψηλός + μισθός.