υψιβόας

From LSJ

Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will

Menander, Monostichoi, 639

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κωμική λ.)
1. αυτός που θοά δυνατά
2. όνομα βατράχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -βόας (< βοῶ), πρβλ. μεγαλοβόας].