φάλη

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

German (Pape)

[Seite 1253] ἡ, Stammwort von φάλαινα, der Wallfisch, Lycophr. 394.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
baleine, animal.
Étymologie: DELG v. φαλλός.

Greek (Liddell-Scott)

φάλη: ἡ, ἴδε ἐν λέξ. φάλλαινα.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. φάλλη (II).