ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
η, Ν
1. γένος, σόι
2. μτφ. (σκωπτικά) άνθρωποι που ανήκουν στην ίδια χαμηλής ηθικής στάθμης κοινωνική ομάδα («ανήκουν στην ίδια φάρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. fara «σπόρος, γένος», ενώ, κατ' άλλους, από κουτσοβλάχικο fară «γένος», γερμ. προέλευσης].