φακίδα

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68

Greek Monolingual

η, Ν
η εφηλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φακός/ φακή + κατάλ. -ίδα (πρβλ. δεσμίδα)].