εφηλίδα

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἔφηλις και ἐφηλίς, Α ιων. τ. ἔπηλις)
μικρή κηλίδα του προσώπου, υποκάστανου ή υποκίτρινου χρώματος, κν. φακίδα
νεοελλ.
(ναυπ.) μικρή μεταλλική περόνη που χρησιμοποιείται στη ναυπηγική για τη συγκράτηση γόμφου ή άλλου αντικειμένου
αρχ.
1. σιδερένιο έλασμα για τη στερέωση καρφιού
2. λέπραἔφηλις ἀργινόεσσα», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος με ποικίλες σημασίες, οι οποίες καθιστούν την ετυμολ. της λέξεως αβέβαιη. Οπωσδήποτε συνδέεται με το ἧλος «καρφί» και πιθ. προήλθε από τη φρ. ἐφ' ἥλου (ὤν) με σημ. «αυτό που βρίσκεται πάνω σε καρφί» ή «το άνω τμήμα του καρφιού» ή «αυτός που έχει εφοδιαστεί με καρφί». Από άλλους θεωρήθηκε μεταρρηματικό του εφηλῶ (< επί + ἧλος) «καθηλώνω, καρφώνω, στερεώνω», ενώ, τέλος, άλλοι το συνέδεσαν με το ἥλιος].