εφηλίδα
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἔφηλις και ἐφηλίς, Α ιων. τ. ἔπηλις)
μικρή κηλίδα του προσώπου, υποκάστανου ή υποκίτρινου χρώματος, κν. φακίδα
νεοελλ.
(ναυπ.) μικρή μεταλλική περόνη που χρησιμοποιείται στη ναυπηγική για τη συγκράτηση γόμφου ή άλλου αντικειμένου
αρχ.
1. σιδερένιο έλασμα για τη στερέωση καρφιού
2. λέπρα («ἔφηλις ἀργινόεσσα», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος με ποικίλες σημασίες, οι οποίες καθιστούν την ετυμολ. της λέξεως αβέβαιη. Οπωσδήποτε συνδέεται με το ἧλος «καρφί» και πιθ. προήλθε από τη φρ. ἐφ' ἥλου (ὤν) με σημ. «αυτό που βρίσκεται πάνω σε καρφί» ή «το άνω τμήμα του καρφιού» ή «αυτός που έχει εφοδιαστεί με καρφί». Από άλλους θεωρήθηκε μεταρρηματικό του εφηλῶ (< επί + ἧλος) «καθηλώνω, καρφώνω, στερεώνω», ενώ, τέλος, άλλοι το συνέδεσαν με το ἥλιος].