φακή

From LSJ

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. φακέα Α
βοτ. κοινή, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ονομασία του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών λενς, που ανήκει στην οικογένεια ψυχανθή ή φαβίδες
β) κοινή, σήμερα, ονομασία του είδους φυτών Lens esculenta ή Lens culinaris και του εδώδιμου σπέρματός του, που αποτελεί μια από τις αρχαιότερες καλλιεργούμενες τροφές του ανθρώπου και πολυτιμότατο όσπριο
νεοελλ.
φρ. α) «αντί πινακίου φακής» — αντί μηδαμινής αμοιβής, με ευτελές αντάλλαγμα
β) «παλληκάρι της φακής»
ειρων. θρασύδειλος
γ) «φακή τών νερών»
βοτ. κοινή ονομασία τριών ειδών του γένους φυτών λέμνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φακός + κατάλ. - / -έα (πρβλ. συκ- / -έα)].