φανατικός

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source

Greek Monolingual

-ή και -ιά, -ό, Ν
1. αυτός που διακατέχεται από φανατισμό
2. (κατ' επέκτ.) τυφλά, αλόγιστα εμπαθής, αδιάλλακτοςείναι πολύ φανατικός σε ό,τι υποστηρίζει»).
επίρρ...
φανατικώς και φανατικά Ν
με φανατικό τρόπο, με φανατισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη το επίθ. προέρχεται από το λατ. fanaticus «αυτός που συχνάζει στον ναό, θεόληπτος» (< fanum «ναός»), ενώ κατ' άλλους η λ. πέρασε στην ελλ. μέσω του γαλλ. fanatique (< λατ. fanaticus). Το επίθ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Άγγ. Βλάχου].