εμπαθής
From LSJ
Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art
Greek Monolingual
-ές (AM ἐμπαθής, -ές)
(για πράξεις, ενέργειες, διαθέσεις) αυτός που κινείται από πάθος, συνήθως φθόνου και μίσους («εμπαθής κριτική»)
μσν.- νεοελλ.
1. αυτός που κατέχεται από πάθος μίσους και φθόνου, κακεντρεχής («εμπαθής άνθρωπος», «εμπαθής και μνησίκακος»)
2. εκείνος που κατέχεται από χρόνια πάθηση, ασθενικός
αρχ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμπαθές
η εμπάθεια
αρχ.
1. όποιος έχει χάσει την αυτοκυριαρχία του και βρίσκεται σε κατάσταση συγκίνησης και ταραχής
2. φρ. «ἐμπαθής τινι» ή «ἐμπαθής πρός τι» — αυτός που συγκινείται υπερβολικά με κάτι
3. «ἐμπαθής φιλία» — φιλία που φτάνει ώς το πάθος.