φειδώνειος

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φειδώνειος Medium diacritics: φειδώνειος Low diacritics: φειδώνειος Capitals: ΦΕΙΔΩΝΕΙΟΣ
Transliteration A: pheidṓneios Transliteration B: pheidōneios Transliteration C: feidoneios Beta Code: feidw/neios

English (LSJ)

v. Φείδων.

Greek Monolingual

-εία, -ον, και φειδώνιος, -ία, -ον, Α Φείδων
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Φείδωνα, βασιλιά του Άργους («Φειδωνείῳ μέτρῳ», Θεόφρ.).