Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
Full diacritics: φειδώνειος | Medium diacritics: φειδώνειος | Low diacritics: φειδώνειος | Capitals: ΦΕΙΔΩΝΕΙΟΣ |
Transliteration A: pheidṓneios | Transliteration B: pheidōneios | Transliteration C: feidoneios | Beta Code: feidw/neios |
v. Φείδων.
-εία, -ον, και φειδώνιος, -ία, -ον, Α Φείδων
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Φείδωνα, βασιλιά του Άργους («Φειδωνείῳ μέτρῳ», Θεόφρ.).