αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
και παλ. εσφ. τ. φειδόχορτο, το, Ν
βοτ. κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά πολλά είδη φυτών της ελληνικής χλωρίδας, όπως λ.χ. είδη του γένους άρο, του γένους αριστολόχια, του γένους γναφάλιο, του γένους ερύγγιο κ.ά., αλλ. φιδοχόρταρο ή φιδοβότανο.