φιλοτίμως

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199

French (Bailly abrégé)

adv.
avec le désir de se distinguer, avec émulation, avec zèle ; πρός τινα à l'envi de qqn ; πρός τι avec zèle pour qch;
Cp. φιλοτιμοτέρως ou φιλοτιμότερον, Sp. φιλοτιμότατα.
Étymologie: φιλότιμος.

Russian (Dvoretsky)

φιλοτίμως: (τῑ) честолюбиво, ревниво, с рвением (οἱ φ. πολιτευόμενοι Lys.): φ. ἔχειν πρός τι Xen. ревностно стремиться к чему-л.; φ. ἔχειν πρός τινα Plat. соперничать с кем-л.

Greek Monolingual

ΝΑ, και φιλότιμα Ν
βλ. φιλότιμος.

Translations

generously

Catalan: generosament; Greek: γενναιόδωρα, πλουσιοπάροχα, αφειδώς, άφθονα; Ancient Greek: ἀβαναύσως, ἀφειδείως, ἀφειδέως, ἀφειδῶς, ἀφθόνως, δαψιλέως, δαψιλῶς, δοτικῶς, εὐμεταδότως, μεγαλοδώρως, φιλοδώρως, φιλοτίμως; Esperanto: malavare, grandanime; Finnish: anteliaasti; Galician: xenerosamente; Latin: large; Norman: génétheusement; Polish: hojnie; Portuguese: generosamente; Spanish: generosamente