φλογόφθαλμος
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει σπινθηροβόλα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόγα + οφθαλμός (πρβλ. μονόφθαλμος)].