φοινικολάχανο

From LSJ

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source

Greek Monolingual

το, Ν
βοτ. κοινή ονομασία φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοίνικας (Ι) «είδος δένδρου» + λάχανο].